- αντεθνικός
- -ή, -όο αντίθετος στα συμφέροντα του έθνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)-* + εθνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον λόγιο Φραγκιά Φουρναράκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντεθνικός — ή, ό αυτός που στρέφεται κατά του έθνους: Κατηγορήθηκε για αντεθνική δράση στη διάρκεια της Κατοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)